- παράκλητος
- -η, -ο / παράκλητος, ον, ΝΜΑ [παρακαλώ]1. αυτός που καλείται να βοηθήσει κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ο βοηθός2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παράκλητοςεκκλ. i) προσωνυμία που αποδίδεται από το Ευαγγέλιο τού Ιωάννου στο Αγιο Πνεύμα, το οποίο υπόσχεται να αποστείλει ο Ιησούς στους μαθητές του, προκειμένου να τούς φωτίσει στο κήρυγμα τού θείου Λόγουii) προσωνυμία τού Ιησού Χριστούαρχ.1. αυτός που προσκλήθηκε2. αυτός που ενεργεί ως μεσίτης, ως μεσολαβητής ή παρηγορητής για λογαριασμό κάποιου3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παράκλητος(ως δικανικός όρος)συνήγορος σε δικαστήριο.
Dictionary of Greek. 2013.